- ἐκκορηθείης
- ἐκκορέωsweep cleanaor opt pass 2nd sgἐκκορέωsweep cleanaor opt pass 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εκκορώ — ἐκκορῶ ( έω) (Α) 1. σκουπίζω 2. τινάζω, αποβάλλω 3. αρπάζω την κόρη κάποιου 4. φρ. «ἐκκορηθείης σύ γε» άι στα τσακίδια … Dictionary of Greek